χαμαιγενής

χαμαιγενής
-ές, ΜΑ
(επικ. τ.) αυτός που γεννήθηκε στη γη («χαμαιγενέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὀψι-γενής, παλαι-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαμαιγενεῖς — χαμαιγενής earth born masc/fem acc pl χαμαιγενής earth born masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιγενές — χαμαιγενής earth born masc/fem voc sg χαμαιγενής earth born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιγενέας — χαμαιγενής earth born masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιγενέεσσι — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιγενέεσσιν — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιγενέος — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιγενέων — χαμαιγενής earth born masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”